κίσται

κίσται
κίστη
basket
fem nom/voc pl
κίστᾱͅ , κίστη
basket
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίστᾳ — κίσται , κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …   Dictionary of Greek

  • ГЕРОЙ —    • Hēros,           ήρως. Греки разумели под названием Г. богатырей древнейших времен, идеальные изображения человеческой силы и богатырского духа; они для них были представителями народа древности, посредниками между народом и его богами; Г.,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μάκιστ' — μά̱κιστα , μήκιστος tallest neut nom/voc/acc pl (doric) μά̱κιστε , μήκιστος tallest masc voc sg (doric) μά̱κισται , μήκιστος tallest fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφενάκισθ' — πεφενά̱κισται , φενακίζω play the perf ind mp 3rd sg πεφενά̱κισθε , φενακίζω play the perf imperat mp 2nd pl πεφενά̱κισθε , φενακίζω play the perf ind mp 2nd pl πεφενά̱κιστο , φενακίζω play the plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) πεφενά̱κισθε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμβυκισταί — σαμβῡκισταί , σαμβυκιστής player on the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθωράκισται — τεθωρά̱κισται , θωρακίζω arm with a breastplate perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”